στοργικά

στοργικά
επιρρ. нежно, ласково; любовно, с любовью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στοργικά" в других словарях:

  • γλυκά — (Μ γλυκέα και γλυκιά) επίρρ. 1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»). 2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά νεοελλ. 1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά 2. μαλακά, απαλά 3. γαλήνια, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα… …   Dictionary of Greek

  • εύστοργος — η, ο (ΑΜ εὔστοργος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που φέρεται με πολλή στοργή αρχ. ευχαριστημένος. επίρρ... ευστόργως (Μ εὐστόργως) με πολλή στοργή, στοργικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στοργος (< στοργή), πρβλ. ά στοργος, φιλό στοργος] …   Dictionary of Greek

  • κολαντρίζω — και κουλαντρίζω 1. καταφέρνω με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσω τις βιοτικές ανάγκες («κολαντρίζει την πενταμελή οικογένειά του, ενώ δεν έχει μόνιμη δουλειά») 2. (για δυσχερείς περιστάσεις) χειρίζομαι επιδέξια, διευθετώ επιτήδεια («τά κολάντρισε καλά… …   Dictionary of Greek

  • περιθάλπω — ΝΜΑ μτφ. περιποιούμαι, συντρέχω άρρωστο ή αδύναμο, φροντίζω στοργικά κάποιον που έχει ανάγκη αρχ. ζεσταίνω απ όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θάλπω «θερμαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • στοργικός — ή, ό / στοργικός, ή, όν, ΝΑ [στοργή] (για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα») νεοελλ. αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»). επίρρ... στοργικώς και στοργικά Ν με …   Dictionary of Greek

  • χαϊδεύω — και χαδεύω Ν [χάιδι / χάδι] 1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη τού χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «τού χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα») 2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε… …   Dictionary of Greek

  • Μπακ, Περλ — (Pearl Buck, Χίλσμπορο, Βιρτζίνια 1892 – Βερμόντ 1973). Αμερικανίδα συγγραφέας. Από παιδί πήγε στην Κίνα, όπου ο πατέρας της είχε σταλεί ως ιεραπόστολος. Αργότερα επέστρεψε στις ΗΠΑ για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και μετά ξαναγύρισε στην Κίνα …   Dictionary of Greek

  • φιλόστοργος — η, ο επίρρ. α αυτός που αγαπάει στοργικά, ο γεμάτος στοργή, ο στοργικός, ο τρυφερός (ιδίως για γονείς, παιδιά, αδέρφια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»